- καρπίζω
- (I)(Α καρπίζω) [καρπός (Ι)]μέσ. καρπίζομαι(σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.)νεοελλ.1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ2. φέρω αποτέλεσμα3. κάνω κάτι να καρποφορήσειαρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) συλλέγω τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», Διοσκ.)2. κάνω γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῡ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», Ευρ.).————————(II)καρπίζω (Α) [καρπός (ΙΙ)]απελευθερώνω δούλο αγγίζοντας τον με το κάρφος, με το ραβδί.
Dictionary of Greek. 2013.